ξεπεσμός
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
ο ξεπέφτω
1. πτώση της αξίας ενός πράγματος
2. υλική ή ηθική κατάπτωση, παρακμή.