κακομαθαίνω

Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς
2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω
3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά»)
4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει κακές συνήθειες, ανάγωγος
β) μαλθακός.