κοπρόνους, -ουν (Μ)αυτός που σκέφτεται χυδαία, που έχει σκέψη αισχρή.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -νους (< νοῦς), πρβλ. βραδύ-νους, κουφό-νους].