λεοντομύρμηξ

Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ηκος, ὁ,

   A half-lion, half-ant, Hdn.Gr.1.46.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντομύρμηξ: -ηκος, ὁ, κατὰ τὸ ἥμισυ λέων καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ μύρμηξ, Ἀρκάδ. 19.

Greek Monolingual

λεοντομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
αυτός που είναι ο μισός λιοντάρι και ο άλλος μισός μυρμήγκι.