λέμνα

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

English (LSJ)

ἡ, a water-plant,

   A star-grass, Callitriche verna, Thphr.HP 4.10.1.

German (Pape)

[Seite 28] ἡ, eine Pflanze im stehenden Wasser, wahrscheinlich die Wasserlinse, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

λέμνα: ἡ, εἶδος ἐνύδρου φυτοῦ, Lemna palustris, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
lentille d’eau, plante de marais.
Étymologie: DELG - *** λίμνη ???

Greek Monolingual

η (Α λέμνα)
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με την σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αρώδη και είναι τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας λεμνίδες.