λέμνα
From LSJ
ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
English (LSJ)
ἡ, a water-plant, star-grass, Callitriche verna, Thphr. HP 4.10.1.
German (Pape)
[Seite 28] ἡ, eine Pflanze im stehenden Wasser, wahrscheinlich die Wasserlinse, Theophr.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
lentille d'eau, plante de marais.
Étymologie: DELG - *** λίμνη ???
Greek (Liddell-Scott)
λέμνα: ἡ, εἶδος ἐνύδρου φυτοῦ, Lemna palustris, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 1.
Greek Monolingual
η (Α λέμνα)
γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που, σύμφωνα με την σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αρώδη και είναι τυπικός αντιπρόσωπος της οικογένειας λεμνίδες.