κυτταρολογία

Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
βιολ. η κυτταρική βιολογία (βλ. κυτταρικός).
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ελληνογενους ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. cytologie < cyto- (βλ. κυτταρο-) + -logie < μσν. αγγλ. -logie < αρχ. γαλλ. -logie < λατ. -logia < -λογία < λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1882 στην εφημερίδα Κλειώ.