βιολογία

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η ευρύτατη περιοχή γνώσης που ασχολείται με όλες τις φυσικοχημικές όψεις της ζωής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < βίο- (< βίος) + -λογία (πρβλ. γερμ. Biologie). Η ελληνική λ. βιολογία μαρτυρείται από το 1836 στον Δημήτριο Α. Μαυροκορδάτο].