ηκήλη της ουροδόχου κύστεως διά μέσου του πρόσθιου τοιχώματος του κολεού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystocele < cysto(o)- (βλ. κυστεο-) + -cele (< κήλη)].