λινυφάντης: -ου, ὁ ὑφαίνων λινᾶ, Πάπυρ. Αἰγυπτ. ἐν Journ. d. Sav. Janv. et Févr. 1873.
λινυφάντης, ὁ (Α)αυτός που υφαίνει λινά υφάσματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ὑφάντης (< ὑφαίνω), πρβλ. εριο-υφάντης, ταπιδ-υφάντης].