[Seite 35] οος, dasselbe, λευκόχροα κόμαν, weißes Haar, Eur. Phoen. 322.
ους, ουν :de couleur blanche.Étymologie: λευκός, χρόα.
-ουν (ΑΜ λευκόχρους, -ουν, Α και -οος, -οον)αυτός που έχει λευκό χρώμα, άσπρος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -χρους (< -χροος < χρώς «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους].