ον,
A black-limbed, Zonar.
μελᾰνόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, μέλη, Ζωναρ.
μελανόκωλος, -ον (ΑM)αυτός που έχει μαύρα μέλη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό-κωλος, ορθό-κωλος)].