μελανόκωλος

From LSJ

παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνόκωλος Medium diacritics: μελανόκωλος Low diacritics: μελανόκωλος Capitals: ΜΕΛΑΝΟΚΩΛΟΣ
Transliteration A: melanókōlos Transliteration B: melanokōlos Transliteration C: melanokolos Beta Code: melano/kwlos

English (LSJ)

μελανόκωλον, black-limbed, Zonar.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόκωλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα κῶλα, μέλη, Ζωναρ.

Greek Monolingual

μελανόκωλος, -ον (ΑM)
αυτός που έχει μαύρα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + κῶλον (πρβλ. αγκυλό-κωλος, ορθό-κωλος)].