-ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μεθόριο γραμμή δύο χωρών, ο συνοριακός («μεθοριακό φυλάκιο»).[ΕΤΥΜΟΛ. < μεθόριος (πρβλ. ήλιος ηλιακός). Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στην εφημερίδα Εφημερίς].