-άω (Α μεσεγγυῶ) μεσέγγυοςκαταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών τουαρχ.φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» — καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση.