μεσεγγυώ

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω (Α μεσεγγυῶ) μεσέγγυος
καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του
αρχ.
φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» — καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση.