μετεωροκόπος

Revision as of 06:47, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

English (LSJ)

ὁ,

   A one who prates about high things, Cerc.4.45.

Greek Monolingual

μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος, θεατρο-κόπος.