μετεωροκόπος

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεωροκόπος Medium diacritics: μετεωροκόπος Low diacritics: μετεωροκόπος Capitals: ΜΕΤΕΩΡΟΚΟΠΟΣ
Transliteration A: meteōrokópos Transliteration B: meteōrokopos Transliteration C: meteorokopos Beta Code: metewroko/pos

English (LSJ)

ὁ, one who prates about high things, Cerc.4.45.

Greek Monolingual

μετεωροκόπος, ο (Α)
αυτός που φλυαρεί για υψηλά πράγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημοκόπος, θεατροκόπος.