ακάτιο

Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το (Α ἀκάτιον) ἄκατος
μικρή άκατος, μικρό πλοίο
αρχ.
1. είδος ιστίου (πανιού) (Ξεν. Ελλ. 6, 2, 27, Πλούτ. 2.15d, Λουκ., Ζευς τραγ, 46)
2. ποτηράκι (Επικράτ. άδ. 2)
3. σανδάλι γυναικείο (Πολυδ. 7, 93, Ησύχ.)
4. μικρόσωμος άνθρωπος, νάνος (Φρύνιχος).