ἀκρατότης

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

Ion. -ητότης, ητος, ἡ,

   A unmixed state, οἴνου, μέλιτος Hp. Acut.56.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾱτότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀμιγὴς κατάστασις, οἴνου, μέλιτος, Ἱππ. περὶ Δι. Ὀξ. 393.

Greek Monolingual

ἀκρατότης (-ητος), η (Α) ἄκρατος
απουσία προσμίξεων, καθαρότητα, γνησιότητα.