ἀκρατότης
From LSJ
English (LSJ)
Ion. ἀκρητότης, ητος, ἡ, unmixed state, οἴνου, μέλιτος Hp. Acut.56.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρᾱτότης: -ητος, ἡ, ἡ ἀμιγὴς κατάστασις, οἴνου, μέλιτος, Ἱππ. περὶ Δι. Ὀξ. 393.
Greek Monolingual
ἀκρατότης (-ητος), η (Α) ἄκρατος
απουσία προσμίξεων, καθαρότητα, γνησιότητα.
German (Pape)
[ρᾱ], ητος, ἡ, Ungemischtheit, Hipp.