αλγώ

Revision as of 06:49, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀλγῶ (-έω) (Α)
1. αισθάνομαι άλγος, σωματικό πόνο
2. είμαι ασθενής, υποφέρω
3. αισθάνομαι ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπάμαι
4. (το παθ. με μέσ. σημ.) πάσχω, πονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος.
ΠΑΡ. ἀλγηδών αρχ. ἄλγημα, ἄλγησις.