-η, -ο (Α ἀλίμενος, -ον)(για ακτή ή χώρα) που δεν έχει λιμάνιαρχ.αυτός που δεν παρέχει άσυλο, καταφύγιο, ο αφιλόξενος («ἀλίμενα ὄρη», «ἀλίμενος καρδία»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λιμήν, -ένος.ΠΑΡ. αρχ. ἀλιμενία, ἀλιμενότης.