αλλιώς
Greek Monolingual
επίρρ. (Μ ἀλλέως)
με άλλο τρόπο, αλλιώτικα, διαφορετικά
νεοελλ.
1. άλλως, ειδεμή
2. φρ. «έτσι κι αλλιώς», οπωσδήποτε, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλεῶς < μσν. ἀλλέως, πιθ. < επίθ. ἀλλέος κατά τα επιρρ. σε -έως.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλλιώτικος].