ειδεμή

From LSJ

Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn

Menander, Monostichoi, 391

Greek Monolingual

(AM εἰδεμή)
αλλιώς, ειδάλλως
μσν.- νεοελλ.
έτσι και, σε περίπτωση που.