ειδεμή Search Google

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source

Greek Monolingual

(AM εἰδεμή)
αλλιώς, ειδάλλως
μσν.- νεοελλ.
έτσι και, σε περίπτωση που.