-ή, -ό (AM ἁλυσιδωτός, -ή, -όν)αυτός που είναι κατασκευασμένος, πλεγμένος σε μορφή αλυσίδαςνεοελλ.1. αυτός που έχει σχήμα αλυσίδας2. αλλεπάλληλος, συνεχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλυσις από θέμα ἁλυσιδ- (< ἁλυσίδιον;) ή αναλογικά προς το φολιδωτός.