αλμύρα

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και αρμύρα, η αλμυρός
1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα
2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα
3. πολύ ακριβός, πανάκριβος.