ἁμαξήρης, -ες (Α)1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].