ἁμαξήρης
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
ἁμαξήρες, (Αρω) of or on a carriage, θρόνος, = δίφρος, A.Ag. 1054; τρίβος high-road, E.Or.1251.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que va sobre un carro θρόνος A.A.1054.
2 apto para carros τρίβος E.Or.1251.
German (Pape)
[Seite 115] ες, an den Wagen gefügt, θρόν ος, Wagensitz, Aesch. Ag. 1024; τρίβος, Landstraße, Eur. Or. 1251.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
porté sur un char.
Étymologie: ἅμαξα, ἄρω.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξήρης: (ᾰμ)
1 находящийся на возу (θρόνος Aesch.);
2 проезжий для повозок (τρίβος Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξήρης: -ες, (*ἄρω) ὁ ἐφ’ ἁμάξης προσηρμοσμένος, ἁμαξήρης θρόνος, = δίφρος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1054: ― ἁμαξιτός, ἁμ. τρίβος, λεωφόρος, δημοσία ὁδός, Εὐρ. Ὀρ. 1251.
Greek Monolingual
ἁμαξήρης, -ες (Α)
1. ο προσαρμοσμένος σε άμαξα
2. κατάλληλος για άμαξες, αμαξιτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + -ήρης < ἀραρίσκω «ενώνω, συνδέω»].
Greek Monotonic
ἁμαξήρης: -ες (βλ. -ήρης), αυτός που βρίσκεται πάνω στην άμαξα, σε Αισχύλ.· ἁμ. τρίβος, λεωφόρος, δημόσια οδός, σε Ευρ.
Middle Liddell
[v. -ήρης
of or on a carriage, Aesch.; ἁμ. τρίβος a high-road, Eur.