Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αμαξιτός

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

και -ωτός, -ή, -ό (Α ἁμαξιτός, -ον)
1. (για δρόμους ή διαβάσεις) αυτός από τον οποίο είναι δυνατό να διαβεί, να περάσει άμαξα (και γεν. στα νεοελλ. κάθε είδους όχημα)
2. (το αρσ. στα νεοελλ. ή το θηλ. στα αρχ. ως ουσ.) ο (η) ἁμαξιτός (ενν. δρόμος ή οδός)
δημόσια οδός, λεωφόρος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἁμαξιτόν
η ταχύτερη ή ασφαλέστερη μέθοδος για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού, ο τρόπος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἅμαξα + ιτὸς < εἶμι, ρημ. επίθ. Ο δε τ. ἁμαξωτὸς < ἁμαξιτός, κατά τα πολλά επίθ. σε -ωτός].