-η, -ο (Α ἄμοχθος, -ον)ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδεςνεοελλ.αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοποςαρχ.1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερ. + μόχθος.ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί.