άμοχθος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄμοχθος, -ον)
ο απαλλαγμένος από κόπους ή φροντίδες
νεοελλ.
αυτός που γίνεται δίχως πολύ μόχθο, εύκολος, άκοπος
αρχ.
1. απρόθυμος σε κόπους, φυγόπονος
2. ο μη κουρασμένος, ο ξεκούραστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερ. + μόχθος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμοχθεί.