ἀμφαίνω
English (LSJ)
poet. for ἀναφαίνω.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφαίνω: ποιητ. ἀντὶ ἀναφαίνω.
French (Bailly abrégé)
poét. c. ἀναφαίνω.
English (Slater)
ἀμφαίνω, ἀναφαίνω
1 proclaim, make known ἔνθα νικάσαις ἀνέφᾶνε Κυράναν (P. 9.73) νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν (N. 9.12) κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν (Schr.: ἀχρὶ ἂν ἀμφάνῃ codd. Plutarchi) fr. 211. of oracles, reveal σε πεπρωμένον βασιλἔ ἄμφᾶνεν Κυράνᾳ (P. 4.62) — med., have something proclaimed — ὅδ' ἀνὴρ διπλόαν νίκαν ἀνεφάντο παίδων λτ;τεγτ; τρίταν πρόσθεν (I. 4.71)
Greek Monolingual
ἀμφαίνω (Α)
αναφαίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναφαίνω, με αποκοπή και αφομοίωση].