αναπηδώ
Greek Monolingual
(-άω) (Α ἀναπηδῶ και ποιητ. ἀμπηδῶ)
1. πηδώ προς τα επάνω
2. τινάζομαι προς τα επάνω από έκπληξη ή φόβο, ανασκιρτώ, πετιέμαι
3. (για υγρά) αναβλύζω, εξακοντίζομαι
μσν.
(για φήμη) ακούγομαι έξαφνα
αρχ.
πηδώ προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + πηδῶ.
ΠΑΡ. αναπήδηση (-ις) μσν.-νεοελλ. ἀναπήδημα νεοελλ. αναπηδητικός].