ἀναπήδημα

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπήδημα Medium diacritics: ἀναπήδημα Low diacritics: αναπήδημα Capitals: ΑΝΑΠΗΔΗΜΑ
Transliteration A: anapḗdēma Transliteration B: anapēdēma Transliteration C: anapidima Beta Code: a)naph/dhma

English (LSJ)

-ατος, τό, outburst, αἵματος Eust.680.23.

Spanish (DGE)

-ματος, τό brote αἵματος Eust.680.23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπήδημα: τό, ἀναπήδησις, ἐξόρμησις, αἵματος Εὐστ. 680. 23.

Greek Monolingual

το (Μ ἀναπήδημα)
ξεπήδημα, ανάβλυση
νεοελλ.
1. το εκ νέου πήδημα
2. πήδημα, άλμα προς τα επάνω (για άσκηση η από έκπληξη, τρόμο κ.λπ.), ανατίναγμα, ανασκίρτηση.