αναπαυτικός

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἀναπαυτικός, -ή, -όν) ἀναπαύω
αυτός που προσφέρει ανάπαυση, άνετος, ξεκούραστος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀναπαυτικόν στρατιωτικό παράγγελμα για ανάπαυση, διακοπή.