ανάπνευστος

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάπνευστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός
αρχ.
αυτός που δεν αναπνέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου. Το αρχ. ἀνάπνευστος < ἀνα- στερ. + πνευστός. Η λ. απαντά στον Ησίοδο ως ποιητ. τ. αντί του ἄπνευστος.