ἀνάπνευστος

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάπνευστος Medium diacritics: ἀνάπνευστος Low diacritics: ανάπνευστος Capitals: ΑΝΑΠΝΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: anápneustos Transliteration B: anapneustos Transliteration C: anapnefstos Beta Code: a)na/pneustos

English (LSJ)

ἀνάπνευστον, poet. for ἄπνευστος,
A without drawing breath, breathless, Hes.Th.797 codd.
II ἀναπνευστός, όν, Pass., capable of being breathed, ὁ ἀήρ Arist.Top.135a33.

Spanish (DGE)

-ον
sin aliento κεῖται ἀνάπνευστος καὶ ἄναυδος Hes.Th.797.

German (Pape)

[Seite 203] athemlos, Hes. Th. 797, für ἄπνευστος, wenn die Lesart sicher, mit ἀνάεδνος zu vergleichen; Herm. conj. ἅμ'ἄπνευστος. S. ἀν-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἄπνευστος.
Étymologie: ἀνά à rebours, au contraire ; πνέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνάπνευστος: Hes. = ἄπνευστος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάπνευστος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄπνευστος, ἄνευ ἀναπνοῆς, Ἡσ. Θ. 797, ἔνθα ὁ Ἕρμανν. (Πονημ. 6. 16) ἅμ’ ἄπνευστος, ἀλλὰ πρβλ. ἄπνευστος Ι. ΙΙ. παθ., ὁ κατάλληλος πρὸς ἀναπνοήν, ὸν δύναταί τις νὰ ἀναπνεύσῃ, ὁ ἀὴρ Ἀριστ. Τοπικ. 5. 5, 10, ἔνθα ὁ Βέκκ. ἔχει ἀναπνευστός, οὕτω τονίζεται ἡ λέξ. καὶ ἐν τῷ Θ. Στεφ. ἐπὶ ταύτης τῆς σημασ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνάπνευστος, -ον)
νεοελλ.
ο μη αναπνεύσιμος, αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον αναπνεύσει, διότι είναι δηλητηριώδης ή πνιγηρός
αρχ.
αυτός που δεν αναπνέει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το νεοελλ. ανάπνευστος < αναπνευστός. Η σημασία της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό του τόνου. Το αρχ. ἀνάπνευστος < ἀνα- στερ. + πνευστός. Η λ. απαντά στον Ησίοδο ως ποιητ. τ. αντί του ἄπνευστος.
-ή, -ό (Α ἀναπνευστός, -ή, -όν
ο αναπνεύσιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπνέω.
ΠΑΡ. αναπνευστικός].

Greek Monotonic

ἀνάπνευστος: -ον, αυτός που είναι χωρίς αναπνοή, άπνευστος, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

without breath, breathless, Hes.