ἀνασταδόν

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Adv., (ἀνίστημι)

   A standing up, Il.9.671, 23.469.

German (Pape)

[Seite 208] aufrechtstehend, Il. 9, 671. 28, 489.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀνίστημι)· δειδέχατ’ ἄλλοθεν ἄλλος ἀνασταδόν, ἀνιστάμενος, ὄρθιος, Ἰλ. Ι. 671, Ψ. 469.

French (Bailly abrégé)

adv.
en se levant.
Étymologie: ἀνίστημι, -δον.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): adv., standing up. (Il.)

Spanish (DGE)

(ἀναστᾰδόν)
• Prosodia: [ᾰ-]
adv. en pie, de pie δειδέχατ' ἄλλοθεν ἄλλος ἀ. Il.9.671, cf. 23.469.

Greek Monolingual

ἀνασταδὸν (Α) ανίστημι
το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.