τονοσηλευτικό ίδρυμα, όπου παρακολουθείται μόνο και υποβοηθείται η θεραπεία των ασθενών, δίχως να γίνονται χειρουργικές επεμβάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία («αναρρωτήριον ηθικόν»)].