αναφορά

Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀναφορά)
σχέση, συσχέτιση, αναγωγή
νεοελλ.
γραπτή ή προφορική έκθεση που υποβάλλεται από κατώτερο προς ανώτερο ή από πολίτη προς τις αρχές
αρχ.
1. καταφυγή σε καιρό δυσκολίας
2. μέσο για επανόρθωση ή εξιλασμό
3. αναθυμίαση.