αναμνηστικός

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναμνηστικός, -ή, -όν) ἀναμιμνήσκω
νεοελλ.
1. ο σχετικός με την ανάμνηση, αυτός που προκαλεί ανάμνηση, που συντελεί στη διατήρηση της αναμνήσεως
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμνηστικό
αντικείμενο που διατηρεί στη μνήμη του κατόχου του το γεγονός, τον τόπο ή το πρόσωπο από όπου προέρχεται, ενθύμιο
αρχ.
1. ο ικανός να θυμάται, να φέρνει εύκολα στη μνήμη του κάτι
2. αυτός που αναφέρεται στο παρελθόν.