ἀνερύω

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ion. and Dor. ἀνειρύω [ῠ],

   A draw up, ἀνά θ' ἱστία λεύκ' ἐρύσαντες Od.9.77, 12.402; ἀνειρύσαι νῆας, = ἀνελκύσαι, Hdt.9.96, cf. A.R.2.586; ἀ. πέπλως Theoc.14.35:—Med., ἐκ νούσου ἀνειρύσω AP6.300 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 226] emporziehen, ἱστία, in tmesi, Od. 9, 77. 12, 402; πέπλους, beim Laufen, Theocr. 14, 35; ἀνειρύσασαι 26, 17; in dieser ion. Form auch Her. ἀνειρύσαι τὰς νῆας, aufs Land ziehen, 9, 96. 97.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνερύω: Ἰων. καὶ Δωρ. ἀνειρύω: μέλλ. -ύσω [ῠ]: - ἕλκω πρὸς τὰ ἄνω, ἀνασύρω, ἀνά θ’ ἱστία λεύκ’ ἐρύσαντες Ὀδ. Ι. 77., Μ. 402· ἀνειρύσαι τὰς νέας, ἀνελκύσαι, Ἡρόδ. 9. 96· πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 586· ἀνειρύσσασα δὲ πέπλως Θεόκρ. 14. 35: - Μέσ., ἐκ νούσου ἀνειρύσω Ἀνθ. Π. 6. 300. - Ἴδε ἐν λ. αὐερύω.

French (Bailly abrégé)

f. ἀνερύσω, ao. ἀνείρυσα, pf. inus.
tirer à terre (un navire).
Étymologie: ἀνά, ἐρύω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀνειρύω Hdt.9.96, Theoc.14.35, AP 6.300 (Leon.), Nonn.D.22.334
1 izar ἱστία Od.9.77, 12.402
levantar πέπλως Theoc.l.c., βέλεμνον Nonn.D.l.c.
halar, sacar a tierra τὰς νέας Hdt.l.c.
2 fig. en v. med. salvar ἐκ νούσου AP l.c.

Greek Monolingual

ἀνερύω (Α)
τραβώ, σύρω προς τα επάνω, ανασύρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + ερύω «σέρνω, τραβώ»].