ἀνεμοζάλη

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

[ζᾰ], ἡ,

   A strong surging sea, Sch.Od.5.1 (pl.), Id.E. Ph.1154.

German (Pape)

[Seite 222] ἡ, stürmische Bewegung des Meeres, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεμοζάλη: [ᾰ], ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἰσχυρὰ τρικυμία μετὰ δυνατοῦ ἀνέμου, Σχολ. εἰς Εὐρ., κτλ.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ mar gruesa Sch.Od.5.1, Sch.E.Ph.1154.

Greek Monolingual

η (Μ ἀνεμοζάλη)
1. κακοκαιρία, θύελλα, καταιγίδα
2. σύγχυση, αναστάτωση, αναταραχή
μσν.
τόπος καταραμένος, τόπος καταστροφής.