ανθρωποδικία

Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. θεωρία για την ηθική φύση του ανθρώπου
2. το μέρος της θεολογίας που πραγματεύεται την ανθρώπινη φύση (πρβλ. θεοδικία).