αντιδρώ
Greek Monolingual
(Α ἀντιδρῶ, -άω)
νεοελλ.
1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι
2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα
αρχ.
1. δρω εναντίον κάποιου
2. αντιπληρώνω.
(Α ἀντιδρῶ, -άω)
νεοελλ.
1. δρω, ενεργώ εναντίον των ενεργειών άλλου, εναντιώνομαι
2. (ψυχολ.) απαντώ σε ερέθισμα
αρχ.
1. δρω εναντίον κάποιου
2. αντιπληρώνω.