ἀνυποταξία

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A indiscipline, Phld.Lib.p.630.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυποταξία: ἡ, τὸ μὴ ὑποτάσσεσθαι, Βασίλ. IV. 261A κ. ἄλλοι.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
indisciplina Phld.Lib.p.63
desobediencia Cyr.Al.M.69.1240B.

Greek Monolingual

η (Α ἀνυποταξία)
απείθεια, ανυπακοή
νεοελλ.
Στρ. στρατιωτικό αδίκημα κατά το οποίο στρατεύσιμος δεν παρουσιάστηκε για κατάταξη την τακτή ημερομηνία.