ἀπειθαρχία

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A disobedience to command, Antipho Soph.72, D.C. Fr.57.17.

German (Pape)

[Seite 283] ἡ, Ungehorsam, Antiph. B. A. 78.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειθαρχία: ἡ, ἀπείθεια εἰς προσταγὴν, Ἀντιφῶν ἐν τοῖς Α. Β. 78, Δίων Κ. Ἐκλογ. 23. 80.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
insubordinación Antipho Soph.B 72, τῆς ἀπειθαρχίας ἆθλον D.C.57.17.

Greek Monolingual

η (AM ἀπειθαρχία)
έλλειψη πειθαρχίας, απείθεια, ανυπακοή.