απενιαύτησις
Greek Monolingual
ἀπενιαύτησις, η απενιαυτώ κ. ἀπενιαύτισις, η απενιαυτίζω
εξορία για ορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως για ένα έτος.
ἀπενιαύτησις, η απενιαυτώ κ. ἀπενιαύτισις, η απενιαυτίζω
εξορία για ορισμένο χρονικό διάστημα, κυρίως για ένα έτος.