απενιαυτίζω

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α)
1. εξορίζομαι για ένα έτος
2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαιδιέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός «χρονική περίοδος, έτος»].