ἀποθεραπεία

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ἡ,

   A regular worship, θεῶν Arist.Pol.1335b15.    II restorative treatment after fatigue, Antyll. ap. Orib.6.21.1, Gal.Thras. 47.

German (Pape)

[Seite 302] ἡ, 1) Verehrung, θεῶν Arist. pol. 7, 14, 9. – 2) Heilung, Medic., bes. Nachkur. Bei den gymnastischen Uebungen der Schluß, den Salben des Leibes machte, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθερᾰπεία: ἡ, κανονικὴ λατρεία, πρὸς τὴν τῶν θεῶν ἀποθεραπείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 14. ΙΙ. θεραπεία τοῦ σώματος, τελείᾳ ἀνάρρωσις, Ἄντυλλ. ἐν Matthaei, 106· ἡ μετὰ τὴν ἐκ τῶν γυμνασίων κόπωσιν περιποίησις καὶ θεραπεία τοῦ σώματος, Γαλην. τ. 6. σ. 39.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 soin, culte, adoration;
2 soins du corps après les exercices gymnastiques.
Étymologie: ἀποθεραπεύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 culto θεῶν Arist.Pol.1335b15.
2 medic. apoterapia, tratamiento para la recuperación después de los ejercicios deportivos, Antyll. en Orib.6.21.1, διὰ τοῦ ἀλείμματος Sor.100.8, cf. Gal.5.898.

Greek Monolingual

η (Α ἀποθεραπεία)
συμπλήρωση της θεραπείας, η πλήρης θεραπεία
αρχ.
1. η λατρεία των θεών
2. περιποίηση του σώματος μετά τη γυμναστική.